- καλμάρω
- καλμάρω και καλμαρίζω (λ. ιταλ.), κάλμαρα και καλμάρισα, καλμαρισμένος, κάνω κάποιον να ησυχάσει: Είδα κι έπαθα ώσπου να τον καλμάρω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλμάρω — καλμάρω, κάλμαρα και καλμάρισα, καλμαρισμένος βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καλμάρω — 1. κάνω κάποιον να ξαναβρεί την ψυχική του ηρεμία, καθησυχάζω, κατευνάζω («προσπάθησα να τόν καλμάρω αλλά με τόσα νεύρα που είχε ήταν αδύνατο») 2. ξαναβρίσκω την ψυχική μου ηρεμία, ησυχάζω («θα καλμάρει μόνος του σιγά σιγά») 3. (για καιρική… … Dictionary of Greek
μαλακώνω — μαλάκωσα, μαλακωμένος 1. κάνω κάτι μαλακό, απαλό: Το κρέας μαλάκωσε με το βράσιμο. 2. μτφ., καταπραΰνω, καλμάρω, κατευνάζω: Ο θυμός του μαλάκωσε όταν έμαθε την αλήθεια. 3. αμτβ., γίνομαι μαλακός, καταπραΰνομαι, καλμάρω: Ο καιρός μαλάκωσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαλμάριστος — η, ο [καλμάρω] 1. αυτός που δεν έχει καλμάρει, γαληνέψει «ακαλμάριστο πέλαγος» 2. όποιος δεν έχει καταπραϋνθεί, δεν έχει ηρεμήσει «ακαλμάριστα νεύρα» 3. όποιος δεν μπορεί να καλμάρει, να γαληνέψει 4. εκείνος που δεν μπορεί να εξημερωθεί, να… … Dictionary of Greek
γαληνεύω — [γαλήνη] 1. (για τη θάλασσα και τον καιρό) γίνομαι γαλήνιος, καλμάρω 2. καταπραΰνω, καθησυχάζω κάποιον 3. (αμτβ.) καταπραΰνομαι, ησυχάζω … Dictionary of Greek
(η)μερεύω — (η)μέρεψα, (η)μερεύτηκα 1. μτβ., κάνω κάποιον ήμερο, δαμάζω: Δεν μπορώ να μερέψω αυτό το άλογο. 2. γαληνεύω, καθησυχάζω: Είδαν κι έπαθαν να τον μερέψουν. 3. αμτβ., γίνομαι ήρεμος, καλμάρω: Μερικά ζώα δε μερεύουν με κανέναν τρόπο. – Μέρεψε κάπως ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαληνεύω — γαλήνεψα, γαληνεμένος 1. μτβ., ηρεμώ, καταπραΰνω, καθησυχάζω, μερώνω κάποιον. 2. αμτβ., ησυχάζω, ηρεμώ, καλμάρω: Είναι νευρικός αλλά γαληνεύει πάντα μόλις βλέπει το εγγόνι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξημερώνω — εξημέρωσα, εξημερώθηκα, εξημερωμένος, μτβ. 1. μεταβάλλω κάποιον ή κάτι από άγριο σε ήμερο, μερώνω, δαμάζω. 2. μτφ., καταπραΰνω, κατευνάζω, καλμάρω. 3. εκπολιτίζω, εξευγενίζω, ανθρωπεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοιμίζω — και κοιμάω κοίμισα και κοίμησα, κοιμισμένος 1. κάνω κάποιον να αποκοιμηθεί: Θα κοιμίσει το μωρό και θα έρθει. 2. καθησυχάζω, καλμάρω: Το φάρμακο αυτό κοιμίζει τους πόνους. 3. η μτχ., κοιμισμένος άνθρωπος νωθρός και καθυστερημένος διανοητικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαϊνάρω — (λ. ιταλ.), μαΐναρα και μαϊνάρισα (προστ. μάινα και μαϊνάρισε), μαϊναρισμένος 1. μτβ. (ναυτ.), χαλαρώνω, αφήνω κάτι ελεύθερο, κατεβάζω: Μαϊνάρισαν τα πανιά μέχρι να περάσει η τρικυμία. 2. αμτβ., καλμάρω, γαληνεύω, κοπάζω: Μαϊνάρισε ο αέρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)